-
1 καρτερέω
καρτερέω, stark, muthig, standhaft sein, ausdauern, bes. im Unglück u. in Gefahren; πότερον δέδοκταί σοι μένοντι καρτερεῖν Soph. Phil. 1258; καρτερεῖς ἔτ' ἐν δόμοις Eur. Hec. 1223; ῥᾷον παραινεῖν ἢ παϑόντα καρτερεῖν Alc. 1081; μάχῃ, im Kampfe, Heracl. 837; c. part., πρὸς κῠμα λακτίζοντες I. T. 1395; τίς ἂν τὰ τοιαῠτα καρτερήσειεν ἀκούων Aesch. 3, 241; ὑπομένοντα καρτερεῖν ὅπου δεῖ Plat. Gorg. 507 b; καὶ ϑαῤῥῶν Theaet. 157 d; καὶ ἡσυχίαν ἄγειν Phaed. 117 e; Ggstz πτήσσω Conv. 184 a; ἐν πολέμῳ Lach. 193 a; ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν 194 a; καρτερεῖν ἐπὶ τοῖς παροῦσι Isocr. 6, 48; πρός τι, gegen Etwas standhaft sein, es aushalten, πρὸς λιμὸν καὶ ῥῖγος Xen. Cyr. 2, 3, 13, πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Plat. Rep. VIII, 556 b. – Auch mit dem acc., ertragen, τὰ δεινά, eigtl. stark sein zum Schrecklichen, Soph. Ai. 635; τὰ ἀδύνατα ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον Eur. I. A. 1370; τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα Xen. Mem. 1, 6, 7; τὸν ὄγκον Isocr. 1, 30; πολλὴν κακοπάϑειαν Arist. pol. 3, 6. – Auch = sich einer Sache enthalten, standhaft gegen sie sein, ἀπὸ τοῦ ὕπνου Ael. H. A. 13, 13. – Eur. hat auch das pass. gebildet, Hipp. 1457, wo auf die Aufforderung ἀλλὰ καρτέρει geantwortet wird κεκαρτέρηται τἀμά.
См. также в других словарях:
επιμένω — (AM ἐπιμένω) [μένω] μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῑς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.) αρχ. μσν. 1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό «σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης … Dictionary of Greek